- δισσογραφία
- και διττογραφία, η (AM δισσογραφία και διττογραφία)η επανάληψη μιας λέξεως από τον αντιγραφέα τού κειμένου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γραφία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δισσογραφία — δισσογραφίᾱ , δισσογραφία dittography fem nom/voc/acc dual δισσογραφίᾱ , δισσογραφία dittography fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… … Dictionary of Greek